-
1 κεραια
ἥ1) досл. рог, перен. роговой лук(ἐξᾶλτο κεραίας ἰός Anth.)
2) щупальце(τῶν καρκίνων, τῶν ἐντόμων Arst.)
3) мор. рея Aesch. etc.κεραίας ὑφιέναι Plut. — спускать паруса
4) брус, балка(κεραῖαι δελφινοφόροι Thuc.; κεραῖαι ἀπὸ τῶν τειχῶν ὑπεραιωρούμεναι Plut.)
5) ножка циркуля(ἥ κ. κυκλογραφοῦσα Sext.)
6) выступ, конец(κεραῖαι γραμμῆς Plut.)
7) черточка или значок(γραμμάτων Plut.; ἰῶτα ἓν ἢ μία κ. NT.)
8) сук или жердь(δύο κεραίας ἔχουσιν οἱ χάρακες Polyb.)
9) выступ, мыс или коса(ἠπείροιο Anth.)
10) отросток, мыщелка(τοῦ ἀστραγάλου Arst.)
-
2 ἀγάς
ἀγάς· ἡ πτῶσις τοῦ ἀστραγάλου, Hsch.
См. также в других словарях:
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κεραία — I (Ζωολ.). Αρθρωτό εξάρτημα, με το οποίο είναι εφοδιασμένο το κεφάλι των εντόμων, των μυριαπόδων και των καρκινοειδών. Τα τελευταία φέρουν δύο ζεύγη κ., οι οποίες είναι δισχιδείς, ενώ οι δύο πρώτες ομάδες έχουν μόνο ένα ζεύγος μονοσχιδών κ. Είναι … Dictionary of Greek
βεζίρης — Τουρκική λέξη αραβικής προέλευσης. Στην αρχή σήμαινε αχθοφόρος (χαμάλης). Μετά όμως επικράτησε να χρησιμοποιείται με την έννοια του ανθρώπου που σηκώνει το βάρος των υποθέσεων του κράτους. Οι δύο ή τρεις στενότεροι συνεργάτες του σουλτάνου… … Dictionary of Greek
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek
τροχαλία — η 1. τροχός με λεία ή αυλακωτή στεφάνη προσαρμοσμένος σε άξονα, του οποίου την περιστροφική κίνηση μεταδίδει με ιμάντα σε άλλο τροχό. 2. μηχανικό σύστημα με τέτοιους τροχούς για μετάδοση κίνησης. 3. τρόχιλος (βλ. λ.). 4. ανατομική διάρθρωση, όπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραγαλεκτομή — η καθολική ἡ μερική χειρουργική αφαίρεση του αστραγάλου … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… … Dictionary of Greek